- ουδόλως
- (Μ οὐδόλως)επίρρ. καθόλου, διόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + επιρρ. ὅλως (πρβλ. μηδ-όλως)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουδείς — ουδεμία, ουδέν (AM οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν, Α αρσ. και οὐθείς, ουδ. και οὐθέν) (αόρ. αντων. που κλίνεται κατά το εἷς, μία, ἕν) 1. ούτε ένας, κανένας («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. το ουδέν κανένα πράγμα, τίποτε 3 … Dictionary of Greek
καθόλου — (AM καθόλου) επίρρ. 1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν») 2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον» … Dictionary of Greek
отъвѣтъ — ОТЪВѢТ|Ъ (611), А с. 1.Ответ на вопрос, разъяснение: Аѳанасиеви ѿвѣти. противѹ нанесеныимъ ѥмѹ отьвѣтомъ. ѿ нѣкыхъ правовѣрьныихъ. о различьныхъ главизнахъ. (ἀποκρίσεις) Изб 1076, 114 об.; и ѥлико ѹбо наказани˫а сѹть. и ѥлико ѹставьна˫а. и ѥлико… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ήκιστος — (I) ἤκιστος, η, ον (Α) [ήκα] (υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.). (II) ἥκιστος, η, ον (Α) 1. (ως υπερθ. τού μικρός, τού κακός και… … Dictionary of Greek
εξισχύω — ἐξισχύω (AM) είμαι πολύ δυνατός («οὐδόλως ἐξισχύσωμεν τὸ θήραμα θηρᾱσαι», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξουσιάζω, επικρατώ 2. έχω στην εξουσία μου, καταδυναστεύω («τὸ δαιμόνιον παίδων ἐξισχύον») 3. μέσ. (για φλόγα) δυναμώνω («τὸ πολὺ πῡρ ἄκαπνον, ὅτι… … Dictionary of Greek
ευσπλαγχνία — και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και σπλαχνιά, η (ΑΜ εὐσπλαγχνία Μ και εὐσπλαχνία) [εύσπλαγχνος] ευγένεια και λεπτότητα συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, διάθεση να συμπαρασταθεί κανείς και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, συμπόνια,… … Dictionary of Greek
καθάπαξ — (AM) επίρρ. 1. μια για πάντα («καθάπαξ τινῶν κύριος κατέστη», Δημοσθ.) 2. γενικώς, απολύτως, ολοσχερώς, πέρα για πέρα («οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ τῆς πόλεως», Δημοσθ.) 3. καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς 4. μεμονωμένα, ιδιαιτέρως («οὐδὲ χωρίζεσθαι καθάπαξ», Πολ … Dictionary of Greek
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek
ούτι πω — οὔτι πω, ιων. τ. οὔτι κω (Α) ουδόλως ακόμη («οὔτι πω τοιόνδ ἐναργὲς εἰδόμην», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ούτις — οὔτις, γεν. οὔτινος και οὔτιδος, ουδ. οὔτι (Α) 1. ουδείς, κανείς («λιτᾱν δ ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) οὔτι ουδόλως, κατ ουδένα τρόπο 3. (το αρσ. με διαφορετικό τονισμό ως κύριο όν.) ὁ Οὖτις ο Κανείς, το ψεύτικο όνομα… … Dictionary of Greek